- ακριτολόγος
- -οαυτός που μιλά χωρίς περίσκεψη, ανόητος, ασύνετος.[ΕΤΥΜΟΛ. < άκριτος + -λογος < λέγωΠΑΡ. ακριτολογία, ακριτολογώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακριτολόγος — α, ο αυτός που μιλά άκριτα: Πάντα ήταν ακριτολόγος· ποτέ δε μίλησε γνωστικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
άκριτος — (I) η, ο (Α ἄκριτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει κρίση, δεν κρίνει ή δεν μπορεί να κρίνει κάτι 2. (για λόγους ή πράξεις) αλόγιστος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος 3. (για πρόσωπα και υποθέσεις) αυτός που δεν πέρασε από δίκη, δεν κρίθηκε, αδίκαστος,… … Dictionary of Greek
ακριτολογία — η [ακριτολόγος] η ακριτοέπεια* … Dictionary of Greek
ακριτολογώ — μιλώ χωρίς σκέψη, επιπόλαια, ανόητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριτολόγος. ΠΑΡ. ακριτολόγημα] … Dictionary of Greek